Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματουργός
αἱματόφυρτος
αἱματοχαρής
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱμάτωσις
αἱματώψ
αἱμηρός
Αἰμίλιος
αἱμνίον
αἱμοβαρής
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμοβότος
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
View word page
αἱματώψ
bloody to behold, blood-stained

ShortDef

bloody to behold, blood-stained

Debugging

Headword:
αἱματώψ
Headword (normalized):
αἱματώψ
Headword (normalized/stripped):
αιματωψ
IDX:
2110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2111
Key:

Data

{'content': 'bloody to behold, blood-stained'}