Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
διακαθίζω
View word page
διαιώνιος
everlasting
ShortDef
everlasting
Debugging
Headword:
διαιώνιος
Headword (normalized):
διαιώνιος
Headword (normalized/stripped):
διαιωνιος
IDX:
21107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21108
Key:
Data
{'content': 'everlasting'}