Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
διακαθιζάνω
View word page
διαιωνίζω
perpetuate

ShortDef

perpetuate

Debugging

Headword:
διαιωνίζω
Headword (normalized):
διαιωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διαιωνιζω
IDX:
21106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21107
Key:

Data

{'content': 'perpetuate'}