Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
διακάθημαι
View word page
διαιτοχορηγία
maintenance

ShortDef

maintenance

Debugging

Headword:
διαιτοχορηγία
Headword (normalized):
διαιτοχορηγία
Headword (normalized/stripped):
διαιτοχορηγια
IDX:
21105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21106
Key:

Data

{'content': 'maintenance'}