Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
διακαθέζομαι
View word page
διαιτητικός
of or for diet; critical (discussion)

ShortDef

of or for diet; critical (discussion)

Debugging

Headword:
διαιτητικός
Headword (normalized):
διαιτητικός
Headword (normalized/stripped):
διαιτητικος
IDX:
21104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21105
Key:

Data

{'content': 'of or for diet; critical (discussion)'}