Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
διακάθαρσις
διακαθαρτέον
View word page
διαιτητής
an arbitrator, umpire

ShortDef

an arbitrator, umpire

Debugging

Headword:
διαιτητής
Headword (normalized):
διαιτητής
Headword (normalized/stripped):
διαιτητης
IDX:
21103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21104
Key:

Data

{'content': 'an arbitrator, umpire'}