Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
διακαθαίρω
διακαθαρίζω
View word page
διαιτητέον
one must treat

ShortDef

one must treat

Debugging

Headword:
διαιτητέον
Headword (normalized):
διαιτητέον
Headword (normalized/stripped):
διαιτητεον
IDX:
21101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21102
Key:

Data

{'content': 'one must treat'}