Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
διακαής
View word page
διαιτήσιμος
belonging to a διαιτητής

ShortDef

belonging to a διαιτητής

Debugging

Headword:
διαιτήσιμος
Headword (normalized):
διαιτήσιμος
Headword (normalized/stripped):
διαιτησιμος
IDX:
21099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21100
Key:

Data

{'content': 'belonging to a διαιτητής'}