Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
διαιτοχορηγία
διαιωνίζω
διαιώνιος
διαιωρέομαι
View word page
διαιτηματώδης
to be treated by dieting

ShortDef

to be treated by dieting

Debugging

Headword:
διαιτηματώδης
Headword (normalized):
διαιτηματώδης
Headword (normalized/stripped):
διαιτηματωδης
IDX:
21098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21099
Key:

Data

{'content': 'to be treated by dieting'}