Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
διαιτητής
διαιτητικός
View word page
διαιτάρχης
ship's steward

ShortDef

ship's steward

Debugging

Headword:
διαιτάρχης
Headword (normalized):
διαιτάρχης
Headword (normalized/stripped):
διαιταρχης
IDX:
21094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21095
Key:

Data

{'content': "ship's steward"}