Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
διαιτητέον
διαιτητήριον
View word page
δίαιτα
a way of living, mode of life

ShortDef

a way of living, mode of life

Debugging

Headword:
δίαιτα
Headword (normalized):
δίαιτα
Headword (normalized/stripped):
διαιτα
IDX:
21092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21093
Key:

Data

{'content': 'a way of living, mode of life'}