Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
διαιτηματώδης
διαιτήσιμος
διαίτησις
View word page
διαΐσσω
rush
ShortDef
rush
Debugging
Headword:
διαΐσσω
Headword (normalized):
διαΐσσω
Headword (normalized/stripped):
διαισσω
IDX:
21090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21091
Key:
Data
{'content': 'rush'}