Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
διαίτημα
View word page
διαισθάνομαι
to perceive distinctly, distinguish perfectly

ShortDef

to perceive distinctly, distinguish perfectly

Debugging

Headword:
διαισθάνομαι
Headword (normalized):
διαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαισθανομαι
IDX:
21087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21088
Key:

Data

{'content': 'to perceive distinctly, distinguish perfectly'}