Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
διαιτάρχης
διαιτάω
διαιτέω
View word page
διαίρω
to raise up, lift up

ShortDef

to raise up, lift up

Debugging

Headword:
διαίρω
Headword (normalized):
διαίρω
Headword (normalized/stripped):
διαιρω
IDX:
21086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21087
Key:

Data

{'content': 'to raise up, lift up'}