Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
διαιτάριος
View word page
διαιρετός
divided, separated

ShortDef

divided, separated

Debugging

Headword:
διαιρετός
Headword (normalized):
διαιρετός
Headword (normalized/stripped):
διαιρετος
IDX:
21083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21084
Key:

Data

{'content': 'divided, separated'}