Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
δίαιτα
View word page
διαιρετικός
divisible

ShortDef

divisible

Debugging

Headword:
διαιρετικός
Headword (normalized):
διαιρετικός
Headword (normalized/stripped):
διαιρετικος
IDX:
21082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21083
Key:

Data

{'content': 'divisible'}