Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
διαΐσσω
διαϊστόω
View word page
διαιρέτης
divider, distributor

ShortDef

divider, distributor

Debugging

Headword:
διαιρέτης
Headword (normalized):
διαιρέτης
Headword (normalized/stripped):
διαιρετης
IDX:
21081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21082
Key:

Data

{'content': 'divider, distributor'}