Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
διαίρω
διαισθάνομαι
διαίσθησις
διαίσιον
View word page
διαίρεσις
a dividing, division

ShortDef

a dividing, division

Debugging

Headword:
διαίρεσις
Headword (normalized):
διαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
διαιρεσις
IDX:
21079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21080
Key:

Data

{'content': 'a dividing, division'}