Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
διαιρέω
διαίρημα
View word page
διαίνω
to wet, moisten
ShortDef
to wet, moisten
Debugging
Headword:
διαίνω
Headword (normalized):
διαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαινω
IDX:
21075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21076
Key:
Data
{'content': 'to wet, moisten'}