Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
διαιρετέον
διαιρέτης
διαιρετικός
διαιρετός
View word page
δίαιμος
blood-stained
ShortDef
blood-stained
Debugging
Headword:
δίαιμος
Headword (normalized):
δίαιμος
Headword (normalized/stripped):
διαιμος
IDX:
21073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21074
Key:
Data
{'content': 'blood-stained'}