Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
διαινέω
διαίνω
Δίαιξις
διαιολάω
διαιρέσιμος
διαίρεσις
View word page
διαίθομαι
to be kept warm
ShortDef
to be kept warm
Debugging
Headword:
διαίθομαι
Headword (normalized):
διαίθομαι
Headword (normalized/stripped):
διαιθομαι
IDX:
21069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21070
Key:
Data
{'content': 'to be kept warm'}