Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματουργός
αἱματόφυρτος
αἱματοχαρής
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱμάτωσις
αἱματώψ
αἱμηρός
Αἰμίλιος
αἱμνίον
αἱμοβαρής
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
View word page
αἱματόω
to make bloody, stain with blood

ShortDef

to make bloody, stain with blood

Debugging

Headword:
αἱματόω
Headword (normalized):
αἱματόω
Headword (normalized/stripped):
αιματοω
IDX:
2106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2107
Key:

Data

{'content': 'to make bloody, stain with blood'}