Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθλητέον
διαθολόω
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
διαιθύσσω
δίαιμος
View word page
διαθρυλέω
to be commonly reported

ShortDef

to be commonly reported

Debugging

Headword:
διαθρυλέω
Headword (normalized):
διαθρυλέω
Headword (normalized/stripped):
διαθρυλεω
IDX:
21063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21064
Key:

Data

{'content': 'to be commonly reported'}