Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
διαθολόω
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
διάθυρα
διαθωκέω
διαΐγδην
διαίθομαι
διαιθριάζω
δίαιθρος
View word page
διαθροέω
to spread a report, give out

ShortDef

to spread a report, give out

Debugging

Headword:
διαθροέω
Headword (normalized):
διαθροέω
Headword (normalized/stripped):
διαθροεω
IDX:
21061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21062
Key:

Data

{'content': 'to spread a report, give out'}