Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθεωρέω
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηράω
διαθιγή
διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
διαθολόω
διαθορυβέω
διάθραυστος
διαθραύω
διαθρέω
διάθρησις
διαθριαμβεύω
διαθροέω
διαθροίζω
διαθρυλέω
διαθρύπτω
διαθρῴσκω
View word page
διαθορυβέω
to confound utterly

ShortDef

to confound utterly

Debugging

Headword:
διαθορυβέω
Headword (normalized):
διαθορυβέω
Headword (normalized/stripped):
διαθορυβεω
IDX:
21055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21056
Key:

Data

{'content': 'to confound utterly'}