Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηράω
διαθιγή
διαθλάω
διαθλεύω
διαθλητέον
View word page
διαθετικός
affecting
ShortDef
affecting
Debugging
Headword:
διαθετικός
Headword (normalized):
διαθετικός
Headword (normalized/stripped):
διαθετικος
IDX:
21043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21044
Key:
Data
{'content': 'affecting'}