Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηράω
διαθιγή
διαθλάω
View word page
διαθετήρ
one who arranges, sets in order

ShortDef

one who arranges, sets in order

Debugging

Headword:
διαθετήρ
Headword (normalized):
διαθετήρ
Headword (normalized/stripped):
διαθετηρ
IDX:
21041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21042
Key:

Data

{'content': 'one who arranges, sets in order'}