Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
διαθηκογράφος
διαθηράω
View word page
διαθεσμοθετέω
prescribe severally, ordain
ShortDef
prescribe severally, ordain
Debugging
Headword:
διαθεσμοθετέω
Headword (normalized):
διαθεσμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
διαθεσμοθετεω
IDX:
21039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21040
Key:
Data
{'content': 'prescribe severally, ordain'}