Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθήκη
διαθηκημιαῖος
View word page
διαθέρομαι
to be heated

ShortDef

to be heated

Debugging

Headword:
διαθέρομαι
Headword (normalized):
διαθέρομαι
Headword (normalized/stripped):
διαθερομαι
IDX:
21037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21038
Key:

Data

{'content': 'to be heated'}