Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθήκη
View word page
διάθερμος
heated through: of a hot temperament

ShortDef

heated through: of a hot temperament

Debugging

Headword:
διάθερμος
Headword (normalized):
διάθερμος
Headword (normalized/stripped):
διαθερμος
IDX:
21036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21037
Key:

Data

{'content': 'heated through: of a hot temperament'}