Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
View word page
διαθερμαίνω
to warm through

ShortDef

to warm through

Debugging

Headword:
διαθερμαίνω
Headword (normalized):
διαθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαθερμαινω
IDX:
21034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21035
Key:

Data

{'content': 'to warm through'}