Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
View word page
διαθερίζω
pass the summer

ShortDef

pass the summer

Debugging

Headword:
διαθερίζω
Headword (normalized):
διαθερίζω
Headword (normalized/stripped):
διαθεριζω
IDX:
21033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21034
Key:

Data

{'content': 'pass the summer'}