Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
View word page
διαθέλγω
soothe thoroughly

ShortDef

soothe thoroughly

Debugging

Headword:
διαθέλγω
Headword (normalized):
διαθέλγω
Headword (normalized/stripped):
διαθελγω
IDX:
21031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21032
Key:

Data

{'content': 'soothe thoroughly'}