Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
View word page
διαθειόω
to fumigate thoroughly

ShortDef

to fumigate thoroughly

Debugging

Headword:
διαθειόω
Headword (normalized):
διαθειόω
Headword (normalized/stripped):
διαθειοω
IDX:
21030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21031
Key:

Data

{'content': 'to fumigate thoroughly'}