Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
View word page
διαθεατέον
one must examine

ShortDef

one must examine

Debugging

Headword:
διαθεατέον
Headword (normalized):
διαθεατέον
Headword (normalized/stripped):
διαθεατεον
IDX:
21029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21030
Key:

Data

{'content': 'one must examine'}