Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
View word page
διαθεάομαι
to look through, examine

ShortDef

to look through, examine

Debugging

Headword:
διαθεάομαι
Headword (normalized):
διαθεάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαθεαομαι
IDX:
21028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21029
Key:

Data

{'content': 'to look through, examine'}