Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
View word page
διαθγίβω
break in pieces

ShortDef

break in pieces

Debugging

Headword:
διαθγίβω
Headword (normalized):
διαθγίβω
Headword (normalized/stripped):
διαθγιβω
IDX:
21027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21028
Key:

Data

{'content': 'break in pieces'}