Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
View word page
διαθαρρέω
take heart

ShortDef

take heart

Debugging

Headword:
διαθαρρέω
Headword (normalized):
διαθαρρέω
Headword (normalized/stripped):
διαθαρρεω
IDX:
21026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21027
Key:

Data

{'content': 'take heart'}