Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
View word page
διαθάλπω
warm through

ShortDef

warm through

Debugging

Headword:
διαθάλπω
Headword (normalized):
διαθάλπω
Headword (normalized/stripped):
διαθαλπω
IDX:
21025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21026
Key:

Data

{'content': 'warm through'}