Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
View word page
διαθαλασσεύω
to be parted by the sea

ShortDef

to be parted by the sea

Debugging

Headword:
διαθαλασσεύω
Headword (normalized):
διαθαλασσεύω
Headword (normalized/stripped):
διαθαλασσευω
IDX:
21024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21025
Key:

Data

{'content': 'to be parted by the sea'}