Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
View word page
διάημι
to blow through

ShortDef

to blow through

Debugging

Headword:
διάημι
Headword (normalized):
διάημι
Headword (normalized/stripped):
διαημι
IDX:
21023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21024
Key:

Data

{'content': 'to blow through'}