Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάζομαι
διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
View word page
διαζωτικός
vital

ShortDef

vital

Debugging

Headword:
διαζωτικός
Headword (normalized):
διαζωτικός
Headword (normalized/stripped):
διαζωτικος
IDX:
21022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21023
Key:

Data

{'content': 'vital'}