Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθγίβω
διαθεάομαι
διαθεατέον
View word page
διαζώννυμι
to gird round the middle

ShortDef

to gird round the middle

Debugging

Headword:
διαζώννυμι
Headword (normalized):
διαζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
διαζωννυμι
IDX:
21019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21020
Key:

Data

{'content': 'to gird round the middle'}