Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματουργός
αἱματόφυρτος
αἱματοχαρής
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱμάτωσις
αἱματώψ
αἱμηρός
View word page
αἱματοσφαγής
from bloody slaughter (LSJ supplement)
ShortDef
from bloody slaughter (LSJ supplement)
Debugging
Headword:
αἱματοσφαγής
Headword (normalized):
αἱματοσφαγής
Headword (normalized/stripped):
αιματοσφαγης
IDX:
2101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2102
Key:
Data
{'content': 'from bloody slaughter (LSJ supplement)'}