Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διαζωστήρ
διαζωτικός
διάημι
View word page
διαζυγή
division

ShortDef

division

Debugging

Headword:
διαζυγή
Headword (normalized):
διαζυγή
Headword (normalized/stripped):
διαζυγη
IDX:
21013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21014
Key:

Data

{'content': 'division'}