Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμεύω
View word page
διαζηλεύομαι
to be lost in admiration

ShortDef

to be lost in admiration

Debugging

Headword:
διαζηλεύομαι
Headword (normalized):
διαζηλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαζηλευομαι
IDX:
21007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21008
Key:

Data

{'content': 'to be lost in admiration'}