Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζύγιον
διαζωγραφέω
View word page
διάζευξις
a disjoining, parting

ShortDef

a disjoining, parting

Debugging

Headword:
διάζευξις
Headword (normalized):
διάζευξις
Headword (normalized/stripped):
διαζευξις
IDX:
21005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21006
Key:

Data

{'content': 'a disjoining, parting'}