Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
View word page
διαζάω
to live through, pass

ShortDef

to live through, pass

Debugging

Headword:
διαζάω
Headword (normalized):
διαζάω
Headword (normalized/stripped):
διαζαω
IDX:
21001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21002
Key:

Data

{'content': 'to live through, pass'}