Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
View word page
διαέριος
high in air, transcendental
ShortDef
high in air, transcendental
Debugging
Headword:
διαέριος
Headword (normalized):
διαέριος
Headword (normalized/stripped):
διαεριος
IDX:
21000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21001
Key:
Data
{'content': 'high in air, transcendental'}