Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
View word page
διαείρω
divide

ShortDef

divide

Debugging

Headword:
διαείρω
Headword (normalized):
διαείρω
Headword (normalized/stripped):
διαειρω
IDX:
20999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21000
Key:

Data

{'content': 'divide'}